ἐπαναπέμπω

ἐπαναπέμπω
ἐπανα-πέμπω,
A send back to a point, Hp.Mul.2.133, prob. in PPetr.2p.64 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαναπέμπω — ἐπαναπέμπτω (Α) [πέμπω] αναπέμπω, στέλνω πίσω σε κάποιο σημείο …   Dictionary of Greek

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”